- μεγέθεσι
- μέγεθοςgreatnessneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek